- οινομαγειρείο
- το [οινομάγειρος]μαγειρείο, εστιατόριο στο οποίο προσφέρεται και πωλείται οίνος, ταβέρνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οινομαγειρείο — το εστιατόριο λαϊκό, αλλ. ταβέρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπηλείο ή καπηλειό — Γενική ονομασία για το οινοπωλείο, το οινομαγειρείο, την ταβέρνα, την καντίνα. Στην αρχαία Ελλάδα, κ. ονομαζόταν ο υπαίθριος χώρος ή το κατάστημα όπου οι κάπηλοι (έμποροι) μεταπωλούσαν λιανικώς διάφορα εμπορεύματα ή προϊόντα, όπως ψωμί, λάδι,… … Dictionary of Greek
Μάρλοου, Κρίστοφερ — (Christopher Marlowe, Καντέρμπουρι 1564 – Ντέπτφορντ, Λονδίνο 1593). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, όπου διακρίθηκε ως μελετητής των κλασικών και μεταφραστής του Οβίδιου και του Λουκιανού. Άρχισε να… … Dictionary of Greek
Φρανς, Ανατόλ — (France, Παρίσι 1844 – 1924). Ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ιάκωβου Ανατόλιου Τιμπό. Ο νεαρός Φ. πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο βιβλιοπωλείο του πατέρα του, βυθισμένος στην ανάγνωση αναρίθμητων τόμων. Τα κλασικά γράμματα, οι καλές τέχνες, οι… … Dictionary of Greek